ψευδολογώ

ψευδολογώ
(ε), ψεύδομαι (αόρ. εψεύσθην) αμετ. лгать, говорить ложь; распускать ложные слухи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψευδολογώ" в других словарях:

  • ψευδολογώ — ψευδολογῶ, έω, ΝΜΑ και ψευδηλογῶ Α [ψευδολόγος] ψεύδομαι, λέω ψέματα, δίνω εσφαλμένες πληροφορίες ή διαδίδω ανυπόστατες φήμες …   Dictionary of Greek

  • ψευδολογώ — ψευδολόγησα, λέω ψέματα, ψεύδομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • κοπίζω — (I) κοπίζω (Α) [κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα. (II) κοπίζω (Α) [κοπίς] εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες …   Dictionary of Greek

  • παραμυθολογώ — έω [παραμυθολόγος) 1. διηγούμαι παραμύθια 2. λέω ψέματα, ψευδολογώ …   Dictionary of Greek

  • παριστορώ — έω, ΜΑ [ιστορώ] μσν. διηγούμαι ψευδείς ιστορίες, ψευδολογώ μσν. αρχ. 1. μαθαίνω κάτι συμπληρωματικά, παρεμπιπτόντως, εν παρόδω 2. διηγούμαι, σημειώνω, παρατηρώ συμπτωματικά, παροδικά …   Dictionary of Greek

  • ραχίζω — ῥαχίζω ΝΜΑ, και ῥακχίζω Α [ῥάχις] νεοελλ. (σχετικά με μεγάλο ψάρι που σπαρταρά ακόμη) χτυπώ με το κουπί για να τό αποτελειώσω μσν. αρχ. διαμελίζω, κομματιάζω, φονεύω (α. «διὰ τὸ τὴν πρώτην καὶ μεγάλην διακοπὴν κατὰ τὴν ῥάχιν γίνεσθαι», Ησύχ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ψευδηλογώ — έω, Α βλ. ψευδολογώ …   Dictionary of Greek

  • ψευδογλωττώ — έω Α ψευδολογώ, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + γλωττῶ (< γλωττος < γλῶττα, αττ. τ. τής λ. γλώσσα), πρβλ. χαριτο γλωττῶ] …   Dictionary of Greek

  • ψευδολόγημα — το, ΝΜ [ψευδολογώ] ψευδολογία, ψέμα, ψευτιά …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ψεύστηκα, ψευσμένος, λέω ψέματα, ψευδολογώ: Ψεύδεται ασύστολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»